- νομοθετημάτων
- νομοθέτημαlawneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομοπαρασκευαστικός — ή, ό 1. αρμόδιος για την επεξεργασία νομοθετημάτων («νομοπαρασκευαστική επιτροπή» επιτροπή νομικών που ασχολείται με την τεχνική επεξεργασία και διαμόρφωση ενός νομοσχεδίου πριν από την κατάθεσή του στη Βουλή) 2. σχετικός με την επεξεργασία… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
δημοψήφισμα — Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει… … Dictionary of Greek
νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
αγροτική νομοθεσία — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν κυρίως θέματα εποικισμού ή αποκατάστασης ακτημόνων ή προσφύγων με την παραχώρηση κτημάτων του δημοσίου ή την αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων που ανήκουν σε διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η α.ν.… … Dictionary of Greek
Δοξαπατρής — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και λογίων του Βυζαντίου. 1. Βουτσαράς (12ος 13ος αι.). Ήρωας στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δύσης (1204), και ενώ στην Πελοπόννησο είχε αρχίσει να… … Dictionary of Greek
Μακεδονική δυναστεία — Η πιο αξιόλογη δυναστεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (867 1056). Η περίοδος της ακμής της (867 1025) χαρακτηρίζεται από μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες, αξιόλογο νομοθετικό έργο, ρηξικέλευθη κοινωνική πολιτική, πολύτιμα πνευματικά και… … Dictionary of Greek
Στεφανόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων. 1. Ανδρέας. Πολιτευτής (1860 1938). Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Παρισιού. Άρχισε να πολιτεύεται το 1892 με την παράταξη του κόμματος του Χ.… … Dictionary of Greek